ἀναπαίτητος

ἀναπαίτητος
ἀναπαίτητος, ον,
A not reclaimable,

χρήματα Ἀρχ.Δελτ. 6.100

(Methymna, ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναπαίτητος — η, ο (Μ ἀναπαίτητος, ον) [ἀπαιτῶ] αυτός που δεν τόν απαίτησε ή δεν τόν απαιτεί κανείς, αζήτητος, αγύρευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”